- αιολικός
- (I)-ή, -ό (Α αἰολικός, -ή, -ὸν) [Αἰολεύς]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αιολίδα φυλή ή στους Αιολείς ή και ο όμοιος με αυτούςαρχ.1. ο διατυπωμένος στην αιολική διάλεκτο2. ο συνθεμένος σε αιολικό μέτρο.————————(II)-ή, -ό [Αίολος]αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον θεό τών ανέμων Αίολο, που παίρνει την ονομασία του από τον Αίολο, «αιολική ενέργεια» — ενέργεια από τη δύναμη τού ανέμου, «αιολική άρπα» — έγχορδο μουσικό όργανο που παράγει ήχο με την πνοή τού ανέμου.
Dictionary of Greek. 2013.