αιολικός

αιολικός
(I)
-ή, -ό (Α αἰολικός, -ή, -ὸν) [Αἰολεύς]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αιολίδα φυλή ή στους Αιολείς ή και ο όμοιος με αυτούς
αρχ.
1. ο διατυπωμένος στην αιολική διάλεκτο
2. ο συνθεμένος σε αιολικό μέτρο.
————————
(II)
-ή, -ό [Αίολος]
αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον θεό τών ανέμων Αίολο, που παίρνει την ονομασία του από τον Αίολο, «αιολική ενέργεια» — ενέργεια από τη δύναμη τού ανέμου, «αιολική άρπα» — έγχορδο μουσικό όργανο που παράγει ήχο με την πνοή τού ανέμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αἰολικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιολικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τους Αιολείς: Τα ποιήματα της Σαπφώς είναι γραμμένα σε αιολική διάλεκτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αιολικός Αστήρ — Δεκαπενθήμερο περιοδικό (1911 14). Εκδιδόταν στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) αρχικά από τους Χαρ. Βαφειάδη και Δημ. Ψωμόπουλο και έπειτα από τον Χ. Κοντέλλη. Η ύλη του ήταν κυρίως λογοτεχνική …   Dictionary of Greek

  • Αιολικός Κήρυξ — Εβδομαδιαία εφημερίδα με έδρα την Αθήνα (1953 58), που θεωρήθηκε ως συνέχεια του Κήρυκα, ημερήσιας εφημερίδας, που κυκλοφορούσε στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) μέχρι τον γενικό εκτοπισμό των Ελλήνων κατοίκων της πόλης στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η ύλη… …   Dictionary of Greek

  • Αἰολικά — Αἰολικός of neut nom/voc/acc pl Αἰολικά̱ , Αἰολικός of fem nom/voc/acc dual Αἰολικά̱ , Αἰολικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰολικώτερον — Αἰολικός of adverbial comp Αἰολικός of masc acc comp sg Αἰολικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰολικῶν — Αἰολικός of fem gen pl Αἰολικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰολικόν — Αἰολικός of masc acc sg Αἰολικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰολικαῖς — Αἰολικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰολικαί — Αἰολικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”